- σαλιάρισμα
- το, -ατος1. μωρολογία: Άφησε τα σαλιαρίσματα.2. ερωτολογία, έκφραση ερωτικών συναισθημάτων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σαλιάρισμα — το, Ν [σαλιαρίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σαλιαρίζω, φλυαρία, μωρολογία 2. σαχλή ερωτοτροπία, προσπάθεια για σύναψη ερωτικών σχέσεων που γίνεται με γελοίο τρόπο … Dictionary of Greek
σάλιασμα — το, Ν [σαλιάζω] 1. το αποτέλεσμα τού σαλιάζω, η έκκριση υπερβολικής ποσότητας σάλιου 2. σαλιάρισμα, σαχλή ερωτοτροπία … Dictionary of Greek
σαλιάρωμα — το, Ν το σαλιάρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαλιάρης + κατάλ. ωμα τών ρ. σε ώνω] … Dictionary of Greek